- ηλιθιως
- ἠλιθίωςἠλῐθίωςбезрассудно, глупо Lys.
ἠ. οἰόμενοι Plat. — придерживающиеся глупых взглядов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἠ. οἰόμενοι Plat. — придерживающиеся глупых взглядов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἠλιθίως — ἠλίθιος idle adverbial ἠλίθιος idle masc acc pl (doric) ἠλιθιόω make foolish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἠλιθιόω make foolish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… … Dictionary of Greek